- διφωνία
- η1. η ιδιότητα τού δίφωνου*2. μουσ. η εκτέλεση τραγουδιού με δύο φωνές, διωδία, ντουέτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφωνία — η η εκτέλεση ενός τραγουδιού με δύο φωνές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουέτο — το άκλ. 1. τραγούδι για δύο φωνές, διωδία, διφωνία 2. σύνολο από δύο άτομα που τραγουδούν ή εκτελούν μαζί μια μουσική σύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duetto «διωδία» < ιταλ. duo < λατ. duo «δύο»] … Dictionary of Greek
ντουέτο — το (λ. ιταλ.), διωδία, διφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)